Saturday 28 December 2019

Ανακοίνωση του Γραφείου Τύπου της ΚΕ του ΚΚΕ για τον θάνατο του Θάνου Μικρούτσικου


«Με άφατη θλίψη και βαθιά συγκίνηση αποχαιρετούμε έναν σπουδαίο άνθρωπο, τον ακριβό μας Θάνο Μικρούτσικο. Φαίνεται αβάστακτο, να μάθουμε να ζούμε, χωρίς εκείνον στη σκηνή. Γιατί ο Θάνος Μικρούτσικος δεν υπήρξε μόνο ανεπανάληπτος δημιουργός και συγκλονιστικός ερμηνευτής του έργου του. Πάνω απ’ όλα ήταν ένα ιδιοφυές πνεύμα, σπινθηροβόλο, κοφτερό και ανήσυχο, ένας βαθιά και πλατειά καλλιεργημένος διανοητής. “Οι δημιουργοί δεν γεννιούνται, δημιουργούνται” καθώς ο ίδιος έλεγε.
Εχθρός της συνήθειας, της επανάπαυσης και της παραίτησης, αυτός ο γενναίος μαχητής της ζωής, μας καλούσε και με το παράδειγμά του να διεκδικούμε το ακατόρθωτο, να μη φοβόμαστε τον χορό “στο φτερό του καρχαρία”, αν θέλουμε να νικήσουμε κάθε καταναγκασμό, κοινωνικό ή φυσικό, ακόμη και τον θάνατο.
Στη φροντίδα για να διαμορφωθούν άνθρωποι ικανοί να κατανικήσουν τη βαρβαρότητα, να κατανοήσουν και να αλλάξουν, να εξανθρωπίσουν τη “γη των Βησιγότθων”, είναι αφιερωμένο το έργο του. Πρωτοπόρο σε μορφή και περιεχόμενο, ένα τέλειο συνταίριασμα της μουσικής με την ποίηση, αλλάζει τη φυσιογνωμία του ελληνικού τραγουδιού, ανατρέπει τις φθαρμένες αστικές αξίες, ιδεολογικές και αισθητικές, ξαφνιάζει, ταράζει και ξεβολεύει, μας υποχρεώνει να κινητοποιήσουμε τη σκέψη, για να φτάσουμε στην ολοκληρωμένη συγκίνηση, στην αλήθεια.
Αν και βαθύ, προωθημένο και απαιτητικό, κάποτε παράξενο και πρωτόγνωρο, είναι έργο γνήσια λαϊκό. Όχι μόνο γιατί το περιεχόμενό του ανταποκρίνεται στα λαϊκά συμφέροντα, αλλά και γιατί σέβεται και εξυψώνει τους ανθρώπους του λαού, αντί να τους κρίνει “αφ’ υψηλού” ως ανίκανους τάχα να συλλάβουν το νόημα της μεγάλης τέχνης. Εντυπωσιακή ήταν η απόλυτη ταύτιση καλλιτέχνη και κοινού στις συναυλίες του, ακόμη και με έργα πρωτοποριακά όπως το “Μουσική πράξη στον Μπρεχτ”, αλλά και οι τρεις μεγάλες συναυλίες με τα “Καντάτα για τη Μακρόνησο” και “Σπουδή σε ποιήματα του Βλαδίμηρου Μαγιακόφσκι” που τις αφιέρωσε στα 100 χρόνια του ΚΚΕ, δηλώνοντας στη συνέχεια πως αυτές ήταν οι πιο συγκινητικές στιγμές της ζωής του.
Έτσι δεν πρέπει να απορεί κανείς, που ένα μεγάλο λαϊκό πλήθος αγκαλιάζει χρόνια το έργο του, το έχει στα χείλη του στις απεργίες, στις πορείες, στις συγκεντρώσεις, αλλά και στα γλέντια και τις χαρές ή στις μοναχικές στιγμές της περισυλλογής και των μύχιων αγωνιών του. Αυτό το λαϊκό πλήθος δεν τον άφησε στιγμή μονάχο στη σκληρή, ηρωική μάχη του για τη ζωή, στέλνοντάς του καθημερινά κύματα αγάπης, θαυμασμού και ευγνωμοσύνης, όπως θα έκανε για τον πιο πολύτιμο άνθρωπό του.
Και πώς ο Θάνος Μικρούτσικος να μην εμπνέει δυνατά αισθήματα “στον δικό του κόσμο, στους δικούς του ανθρώπους”, στα μέλη και τους φίλους του ΚΚΕ, όταν κόντρα στο ρεύμα του συμβιβασμού με το μικρό και “εφικτό”, καλούσε μαζί με το ΚΚΕ σε πάλη για αυτό που στους πολλούς φαντάζει “ανέφικτο”, όταν σε καιρούς αντεπανάστασης σάλπιζε στο πλευρό του ΚΚΕ την αναγκαιότητα της επανάστασης, όταν πρώτος αυτός ανάμεσα στους πρώτους έδωσε το σύνθημα για να βαδίσουν και άλλοι καλλιτέχνες- δημιουργοί στον ίδιο δρόμο. Και πώς να μην κερδίζει τον απεριόριστο θαυμασμό μας όταν στα επιστημονικά συνέδρια της ΚΕ του ΚΚΕ για τον Μπρεχτ, τον Χικμέτ και στο τελευταίο, για τη νέα ελληνική λογοτεχνία μιλώντας για τον Καββαδία, θάμπωνε με την πλατειά, επιστημονική, μαρξιστική γνώση και τη διαλεκτική σκέψη του, όταν την πρώτη εμφάνισή του μετά την επιδείνωση της υγείας του τη χάρισε στο Φεστιβάλ της ΚΝΕ, εκεί όπου δυο χρόνια αργότερα με αφάνταστη δύναμη σε πείσμα της αρρώστιας του, έκλεισε για τελευταία φορά την αυλαία των συναυλιών του, ευτυχισμένος μέσα στη λατρεία του κοινού και των εκλεκτών συνεργατών του, ήσυχος “όπως εκείνοι που έχουν κάνει το καθήκον τους”.
Αγαπημένε μας Θάνο, πολύ πιο βαριά και πικρή είναι η απώλειά σου για την οικογένειά σου, την άξια σύντροφό σου Μαρία Παπαγιάννη, τα παιδιά και τα εγγόνια σου. Χάνουμε μπροστά τους, τα λόγια της παρηγοριάς. Κι όμως, η αλήθεια είναι πως τον νίκησες τον θάνατο, τους “ξεγέλασες τους ουρανούς”. Το έργο σου είναι βέλος πύρινο, που σκίζει τον χρόνο. Θα συνεχίζει τη διαδρομή του κι όταν θα χτίζουμε “τις αυριανές μας φάμπρικες, τα λαϊκά μέγαρα, τα κόκκινα στάδια”, όταν θα δικαιωθεί ο σκοπός που αφιέρωσες το ταλέντο, το μυαλό, την καρδιά σου “στην κοινωνία που ο ψαράς θα γράφει ποιήματα και ο ποιητής θα ψαρεύει”. Το έργο σου εκφράζει την ουσία όχι μόνο μιας περιόδου, αλλά μιας ολόκληρης ιστορικής εποχής. Άχρονο, άτοπο, ανεξάντλητο, αθάνατο, όπως αθάνατος Θάνο είσαι κι εσύ.
ΑΘΗΝΑ 28/12/2019
ΤΟ ΓΡΑΦΕΙΟ ΤΥΠΟΥ ΤΗΣ ΚΕ ΤΟΥ ΚΚΕ

Wednesday 25 December 2019

Αποχαιρετισμός στο φιλαράκι μου...

Στο φιλαράκι μου


Όταν συναντηθήκαμε πρώτη φορά, δεν χρειαστήκαμε πολλή ώρα και κόπο να συστηθούμε. Σε δεχτήκαμε χωρίς πολλή σκέψη σαν μέλος της οικογένειάς μας κι εσύ, καλόγνωμος και κοινωνικός, μας δέχτηκες σαν την αγέλη σου. Τόσο καλόγνωμος που δέχτηκες αμέσως εκείνο το απαισιότατο ξενόφερτο όνομα που σου δώσαμε. Άκου «Punchy»! Πού ξανακούστηκε να φωνάζουν «Punchy» έναν άγγλο ευγενή Setter Laverac, που λες και μόλις είχε πηδήξει έξω από εκείνους τους πίνακες του 19ου αιώνα που έδειχναν τα ανθρωποειδή πάνω σε άλογα να σας βάζουν μπροστά να ξετρυπώσετε την άμοιρη αλεπού, τρόπαιο στο κτηνώδες κυνήγι τους. Τέλος πάντων.
Θυμάσαι; Ήσουν τότε τρεισήμισι μηνών κι εγώ πατημένα εξήντα δύο. Υπολόγισα το προσδόκιμο ζωής σου και το υπόλοιπο του δικού μου. Κι έβαλα ένα στοίχημα μαζί σου. Όποιος κλείσει πρώτος τον κύκλο της ζωής του κερδίζει. Θα σήμαινε ότι κάτι θα έχει καταφέρει να προσφέρει στον άλλον ώστε να του δώσει λίγο παραπάνω χρόνο ζωής. Ενώ ο άλλος, θα έμενε πίσω να ζει με τις αναμνήσεις του.

Πέρασαν δέκα χρόνια από τότε. Χρόνια χαρούμενα, ζωντανά, γεμάτα δύναμη και ευτυχία. Προσαρμόστηκες στις δυνατότητες προσφοράς μας και προσαρμοστήκαμε στις ανάγκες σου. Πάντα καλόγνωμος, έξυπνος, κοινωνικός, μας έσπρωχνες με την ανεξάντλητη ενέργειά σου, μας τραβούσες με την απίστευτη δύναμη την ευελιξία και την ταχύτητά σου. Μεγάλος κυνηγός από τα γεννοφάσκια σου κι ας σε απέρριψαν οι κυνηγοί γιατί είχες λένε κροτοφοβία. Ρωμαλέος, δυνατός, γεμάτος ενέργεια, υγιέστατος σε όλα, σε έβλεπαν να καλπάζεις ή να τριποδίζεις και όλοι στοιχημάτιζαν ότι είσαι δεν είσαι δύο ή τριών ετών. Κι ας ήσουν πια γεράκος κι εσύ, όπως κι εγώ.
Δέκα χρόνια στα δύσκολα και στα εύκολα, γίναμε μια παρέα, μια συντροφιά, μια οικογένεια, μια αγέλη. Δώσαμε και πήραμε. Το στοίχημα σχεδόν το είχαμε ξεχάσει. Εγώ πατημένα εβδομήντα δύο κι εσύ πια στα δέκα. Με λίγη αγάπη και φροντίδα είχαμε ακόμα μπροστά μας και τρία και πέντε και ποιος ξέρει ακόμα πόσα χρόνια.

Ώσπου ξέσπασε μεγάλη αντάρα στο κεφαλάκι σου και γύρισε ο κόσμος μας ανάποδα. Επιληψία το είπανε στην αρχή αλλά ειδικά μετά τη ραγδαία επιδείνωση των τελευταίων τριών μηνών, όλα έδειχναν ότι κάτι πιο σοβαρό κρυβόταν πίσω. Θα μου μείνει για πάντα χαραγμένο στο μυαλό το πώς προσπαθούσες να ξεφύγεις από τον εφιάλτη σου. Κλαίγοντας με παρακαλούσες να σου τρίβω το κεφάλι, να το πιέζω, αν είναι δυνατόν να το ξεριζώσω, να το μαστορέψω, να φτιαχτεί, να γίνουν όλα όπως πρώτα. Κι εγώ σε κοιτούσα και σε χάιδευα ανήμπορος.
Δέκα χρόνια τώρα, ελόγου μου ήμουν εκείνος που έφευγε για λίγο ή πολύ κι εσύ έμενες πάντα σπίτι να με περιμένεις. Με κοίταζες ανήσυχος κι εγώ έσκυβα να σε χαϊδέψω και να σου πω: «μην ανησυχείς φιλαράκι, θα γυρίσω γρήγορα…»

Πριν ακριβώς μια εβδομάδα, έφυγες εσύ για πρώτη φορά κι έμεινα εγώ πίσω. Δύσκολος, αν όχι αδύνατος ο αποχαιρετισμός. Ειδικά αφού εσύ δεν μπορούσες να με αποχαιρετίσεις, να με χαϊδέψεις, να με ηρεμήσεις. Γι’ αυτό και σου (μας) χρωστάω αυτό το γράμμα. Για να ηρεμήσουμε όλοι και να κοιτάξουμε το μέλλον με ζωντανές τις αναμνήσεις μας.
Εγώ πατημένα εβδομήντα δύο πια κι εσύ έκλεισες τον κύκλο σου. Το κέρδισες τελικά το στοίχημά μας, μπαγάσα… Αλλά χαλάλι σου… Μακάρι, αν κάποια μέρα βρεθώ στη θέση σου, να έχω κι εγώ ένα ήρεμο τέλος σαν και το δικό σου.

Αντίο Punchy… Αντίο φιλαράκι μου…
Θα σε θυμόμαστε πάντα…
Η οικογένειά σου… ή αν προτιμάς
Η αγέλη σου…