Στο φιλαράκι μου
Όταν συναντηθήκαμε πρώτη φορά, δεν χρειαστήκαμε πολλή ώρα και κόπο να συστηθούμε. Σε δεχτήκαμε χωρίς πολλή σκέψη σαν μέλος της οικογένειάς μας κι εσύ, καλόγνωμος και κοινωνικός, μας δέχτηκες σαν την αγέλη σου. Τόσο καλόγνωμος που δέχτηκες αμέσως εκείνο το απαισιότατο ξενόφερτο όνομα που σου δώσαμε. Άκου «Punchy»! Πού ξανακούστηκε να φωνάζουν «Punchy» έναν άγγλο ευγενή Setter Laverac, που λες και μόλις είχε πηδήξει έξω από εκείνους τους πίνακες του 19ου αιώνα που έδειχναν τα ανθρωποειδή πάνω σε άλογα να σας βάζουν μπροστά να ξετρυπώσετε την άμοιρη αλεπού, τρόπαιο στο κτηνώδες κυνήγι τους. Τέλος πάντων.
Θυμάσαι; Ήσουν τότε τρεισήμισι μηνών κι εγώ πατημένα εξήντα δύο. Υπολόγισα το προσδόκιμο ζωής σου και το υπόλοιπο του δικού μου. Κι έβαλα ένα στοίχημα μαζί σου. Όποιος κλείσει πρώτος τον κύκλο της ζωής του κερδίζει. Θα σήμαινε ότι κάτι θα έχει καταφέρει να προσφέρει στον άλλον ώστε να του δώσει λίγο παραπάνω χρόνο ζωής. Ενώ ο άλλος, θα έμενε πίσω να ζει με τις αναμνήσεις του.
Πέρασαν δέκα χρόνια από τότε. Χρόνια χαρούμενα, ζωντανά, γεμάτα δύναμη και ευτυχία. Προσαρμόστηκες στις δυνατότητες προσφοράς μας και προσαρμοστήκαμε στις ανάγκες σου. Πάντα καλόγνωμος, έξυπνος, κοινωνικός, μας έσπρωχνες με την ανεξάντλητη ενέργειά σου, μας τραβούσες με την απίστευτη δύναμη την ευελιξία και την ταχύτητά σου. Μεγάλος κυνηγός από τα γεννοφάσκια σου κι ας σε απέρριψαν οι κυνηγοί γιατί είχες λένε κροτοφοβία. Ρωμαλέος, δυνατός, γεμάτος ενέργεια, υγιέστατος σε όλα, σε έβλεπαν να καλπάζεις ή να τριποδίζεις και όλοι στοιχημάτιζαν ότι είσαι δεν είσαι δύο ή τριών ετών. Κι ας ήσουν πια γεράκος κι εσύ, όπως κι εγώ.
Δέκα χρόνια στα δύσκολα και στα εύκολα, γίναμε μια παρέα, μια συντροφιά, μια οικογένεια, μια αγέλη. Δώσαμε και πήραμε. Το στοίχημα σχεδόν το είχαμε ξεχάσει. Εγώ πατημένα εβδομήντα δύο κι εσύ πια στα δέκα. Με λίγη αγάπη και φροντίδα είχαμε ακόμα μπροστά μας και τρία και πέντε και ποιος ξέρει ακόμα πόσα χρόνια.
Ώσπου ξέσπασε μεγάλη αντάρα στο κεφαλάκι σου και γύρισε ο κόσμος μας ανάποδα. Επιληψία το είπανε στην αρχή αλλά ειδικά μετά τη ραγδαία επιδείνωση των τελευταίων τριών μηνών, όλα έδειχναν ότι κάτι πιο σοβαρό κρυβόταν πίσω. Θα μου μείνει για πάντα χαραγμένο στο μυαλό το πώς προσπαθούσες να ξεφύγεις από τον εφιάλτη σου. Κλαίγοντας με παρακαλούσες να σου τρίβω το κεφάλι, να το πιέζω, αν είναι δυνατόν να το ξεριζώσω, να το μαστορέψω, να φτιαχτεί, να γίνουν όλα όπως πρώτα. Κι εγώ σε κοιτούσα και σε χάιδευα ανήμπορος.
Δέκα χρόνια τώρα, ελόγου μου ήμουν εκείνος που έφευγε για λίγο ή πολύ κι εσύ έμενες πάντα σπίτι να με περιμένεις. Με κοίταζες ανήσυχος κι εγώ έσκυβα να σε χαϊδέψω και να σου πω: «μην ανησυχείς φιλαράκι, θα γυρίσω γρήγορα…»
Πριν ακριβώς μια εβδομάδα, έφυγες εσύ για πρώτη φορά κι έμεινα εγώ πίσω. Δύσκολος, αν όχι αδύνατος ο αποχαιρετισμός. Ειδικά αφού εσύ δεν μπορούσες να με αποχαιρετίσεις, να με χαϊδέψεις, να με ηρεμήσεις. Γι’ αυτό και σου (μας) χρωστάω αυτό το γράμμα. Για να ηρεμήσουμε όλοι και να κοιτάξουμε το μέλλον με ζωντανές τις αναμνήσεις μας.
Εγώ πατημένα εβδομήντα δύο πια κι εσύ έκλεισες τον κύκλο σου. Το κέρδισες τελικά το στοίχημά μας, μπαγάσα… Αλλά χαλάλι σου… Μακάρι, αν κάποια μέρα βρεθώ στη θέση σου, να έχω κι εγώ ένα ήρεμο τέλος σαν και το δικό σου.
Αντίο Punchy… Αντίο φιλαράκι μου…
Θα σε θυμόμαστε πάντα…
Η οικογένειά σου… ή αν προτιμάς
Η αγέλη σου…
No comments:
Post a Comment