Tuesday, 8 December 2020

Λαθρεπιβάτες του Αιγαίου... Αναμνήσεις με αφορμή μια φωτογραφία...

 


 Η φωτογραφία* είναι πρόσφατη… Με την καραντίνα και την απαγόρευση του κυνηγιού, οι πέρδικες έχουν στήσει …πάρτι στον βιότοπό τους, κάπου στη Χίο. Φαντάζομαι ότι αυτό θα συμβαίνει και σε άλλα μέρη της Ελλάδας, ίσως και στην Ικαρία, αν έχουν γλυτώσει από τον ανηλεή διωγμό των αυτόματων καραμπινιέρων. Και γεννιούνται αναμνήσεις σε γηραιότερους, από την εποχή που επιτρεπόταν η εκτροφή τους σαν κατοικίδια.

Αν και οι εποχές έχουν αλλάξει ριζικά, η φωτογραφία μου έφερε στο νου μια ανάμνηση από τα παιδικά μου χρόνια, που θα ήθελα να την καταγράψω...

Γύρω στα 1957-58, παραθερίζαμε όπως κάθε χρόνο στην Ικαρία. Η μητέρα μου είχε ζητήσει να της φέρουν δυο ζευγάρια πέρδικες ζωντανές, πιασμένες με ξώβεργες, με σκοπό να τις πάρει στην Αθήνα. Αυτό βέβαια ήταν ήδη παράνομο, αλλά ποιος νοιαζόταν μπροστά στο κίνητρο να έχει πέρδικες στην Αθήνα που μόλις ξεκινούσε να ανοικοδομείται και να θυμάται έτσι το χωριό του.
Της έφεραν λοιπόν τις πέρδικες, κρυφά, τέλη Σεπτεμβρίου, την παραμονή που θα φεύγαμε με το πλοίο. Εκείνη τις έβαλε με μεγάλη προσοχή σε ένα ψάθινο καλάθι με σκέπασμα, τις καμουφλάρισε όσο καλύτερα μπορούσε, τις στρίμωξε ανάμεσα στις υπόλοιπες αποσκευές μας (βαλίτσες, καλάθια, καλαθάκια, τσουβάλια με τα μαξούλια, κάστανα, καρύδια κλπ.) και ετοιμαστήκαμε για το …μεγάλο παράνομο ταξίδι.

Ήταν Τρίτη και το πλοίο, το θρυλικό «Δέσποινα», θα έπιανε στο μικρό λιμανάκι του Αρμενιστή το απομεσήμερο. Από εκεί η συνέχεια θα ήταν Μύκονος, Τήνος, Σύρος και τα ξημερώματα πια Πειραιάς.

 Η διαδικασία ήταν γνωστή. Το πλοίο έριχνε άγκυρα, ο καπετάνιος το κρατούσε – καιρού επιτρέποντος – πλάγια στο κύμα ώστε να έρθουν οι βάρκες «σταβέντο μεριά» (υπήνεμα) και να επιβιβαστούν οι επιβάτες και οι αποσκευές με ασφάλεια. Τότε, μια βάρκα με τις βαριές αποσκευές θα πήγαινε στην πλώρη για να φορτωθούν με τη μπίγα (γερανός της εποχής) του πλοίου, ενώ οι επιβάτες θα πλησίαζαν με τις βάρκες είτε στη σκάλα είτε στο «πορτέλο», την πλαϊνή μπουκαπόρτα που οδηγούσε στο κάτω κατάστρωμα. Μαζί τους θα κρατούσαν εκτός από τα παιδιά τους και όλες τις μικρές αποσκευές τους (αυτό που σήμερα θα το λέγαμε …χειραποσκευές) που το περιεχόμενό τους θεωρούνταν αρκετά πολύτιμο, ώστε να μην το εμπιστεύονται μακριά από τον άμεσο έλεγχό τους.

Όλα αυτά βέβαια συνέβαιναν όταν ήταν μπουνάτσα και δεν υπήρχαν μεγαλύτερα κύματα, βουβά ή σκαστά… Τότε το πλοίο δεν μπορούσε να κρατηθεί για πολλή ώρα στη θέση που έπρεπε, «ορτσάριζε» (γύριζε η πλώρη του προς την κατεύθυνση του ανέμου ή του κύματος) και τότες ήταν που γινόταν το σώσε… Τα κύματα ανεβοκατέβαζαν τις βάρκες με φόρα, σε σημείο ώστε να μην μπορούν να πλησιάσουν το πλοίο χωρίς να χτυπήσουν πάνω του. Και όταν κατάφερναν να πλησιάσουν, άρχιζε ο γολγοθάς της επιβίβασης ανθρώπων και φορτίων. Όπως υψώνονταν και βυθίζονταν οι βάρκες, οι άνθρωποι ήταν έτοιμοι να πηδήξουν στον αέρα και να προσγειωθούν ή στο τελευταίο σκαλί της σκάλας ή να ορμήσουν μέσα από το πορτέλο. Ένα λάθος άλμα σε λάθος χρόνο μπορούσε στην καλύτερη περίπτωση να σε κάνει μούσκεμα και στη χειρότερη να σε συνθλίψει ανάμεσα σε πλοίο και βάρκα. Και καλά να ήταν κάποιος νέος στιβαρός. Το πρόβλημα άρχιζε με τους ηλικιωμένους, τους ανάπηρους και τις γυναίκες, ειδικά τις …ευτραφείς (που εκείνη την εποχή ήταν οι περισσότερες). Ανάμεσα σε στριγγλιές, ουρλιαχτά, παρακάλια στην παναγιά και τους αγίους, ανακατεμένα με κάθε είδους βρισιές, η επιβίβαση έπαιρνε ιλαροτραγική μορφή. Δυο στιβαροί ναυτικοί του πλοίου από τη μια και δυο βαρκάρηδες ή βαστάζοι (ανάμεσά τους και έφηβοι που πήγαιναν εθελοντικά, άλλοι για χάζι και άλλοι για φιγούρα), αναλάβαιναν την …διεκπεραίωση. Γέροι, ανάπηροι, παιδιά, γυναίκες πετιόντουσαν σαν σακιά από τους μεν προς τους δε. Η επιτυχής επιβίβαση ήταν καθαρά θέμα …τάιμινγκ.

Με τις αποσκευές πάλι, επικρατούσε χάος. Καθώς δεν μπορούσε μέσα σε τέτοιες συνθήκες να γίνει λόγος για …χειραποσκευές, τα πάντα έμπαιναν στη μεγάλη βάρκα-φορτηγίδα του αξέχαστου Γιάννη Πάτελου  (Φλαμουράκη). Αυτή πήγαινε στην πλώρη του πλοίου, κοντά στη μπίγα και το αμπάρι… Οι ναύτες έριχναν ένα μεγάλο χοντρό σχοινένιο δίχτυ, ο βαρκάρης με τους βοηθούς το άνοιγαν και πέταγαν (στην κυριολεξία) μέσα ότι έβρισκαν μπροστά τους. Όταν το δίχτυ γέμιζε και η "σαμπανιά" ήταν έτοιμη, μάζευαν τις άκρες του και περίμεναν. Από το πλοίο, έβγαινε η μπίγα έξω από το πλοίο και ο γάντζος που κρεμόταν από το συρματόσχοινο, μαϊνάρονταν σιγά-σιγά προς τη βάρκα. Όταν έφτανε χαμηλά, τότε οι βαρκάρηδες θα «κοτσάριζαν» το δίχτυ στον γάντζο και ο λοστρόμος θα βιράριζε γρήγορα, φέρνοντας το δίχτυ με το φορτίο του στο ύψος του καταστρώματος και από εκεί μέσα στο αμπάρι…

Τόσο απλό ήταν; Αμ δε… Δεν ήταν καθόλου εύκολο. Απαιτούνταν τέλειος συγχρονισμός κινήσεων. Το δίχτυ έπρεπε να κοτσαριστεί στον γάντζο την ώρα που η βάρκα ήταν δίπλα στο πλοίο και στην κορυφή ενός μεγάλου κύματος. Το συρματόσχοινο δεν έπρεπε να είναι λασκαρισμένο και το πλοίο να βιράρει μόλις το φορτίο είχε κρεμαστεί και με την μεγαλύτερη δυνατή ταχύτητα, ώστε όταν θα έρθει το επόμενο κύμα, να μην βρεθεί το δίχτυ μέσα στο νερό. Στο μεταξύ, η βάρκα θα είχε βυθιστεί στο κοίλωμα μεταξύ δύο κυμάτων. Στον ελάχιστο διαθέσιμο χρόνο θα έπρεπε να απομακρυνθεί από το σημείο, αλλιώς, όταν βρισκόταν πάλι στην κορυφή του επόμενου κύματος, κινδύνευε να χτυπήσει το δίχτυ που κρεμόταν ακριβώς πάνω της. Έτσι, αν  η «μεταφόρτωση» ήταν επιτυχής, η βάρκα επέστρεφε για να επαναληφθεί η διαδικασία με την επόμενη σαμπανιά.
Στιγμές εφιαλτικές από τη μια πλευρά και κωμικές από την άλλη… Μου έχει τύχει να δω και δέκα τέτοια δίχτυα να μεταφορτώνονται σε ένα «ρεμέντζο»… Όπως μου έχει τύχει να δω γυναίκες 100+ κιλών να πετιούνται σαν σακιά και οι πάνω να τις πιάνουν από όποιο μέρος του ρούχου τους τους ήταν πρόσφορο. Και δεν αναφέρομαι στα μικρότερα παιδιά που ήταν η «εύκολη περίπτωση» Το πρόβλημα άρχιζε όταν, ενώ τα παιδιά είχαν «φορτωθεί», έπρεπε να τα ακολουθήσει η αρκετά ευτραφής μητέρα.

Ας γυρίσω όμως πάλι στις πέρδικες της μητέρας μου. Το οικογενειακό σχέδιο επιβίβασης είχε καταστρωθεί με κάθε λεπτομέρεια. Τα βαριά πράγματα ξέραμε ότι θα πήγαιναν στη μεγάλη βάρκα. Η μητέρα μου θα φρόντιζε την μικρότερη αδελφή μου, μαζί τις τσάντες και τσαντούλες που είχαν τα απαραίτητα για το ταξίδι: Κάποια πρόχειρα ρούχα, τα φαγητά (κεφτεδάκια ψωμί και ντομάτες) για το ταξίδι. Ο πατέρας μου θα φρόντιζε τις βαλίτσες με τα πολύτιμα αντικείμενα του νοικοκυριού. Κι εγώ, κοντά στα δέκα, θα αναλάμβανα το καλάθι με τις πέρδικες. Δασκαλεμένος ώρες πριν σχετικά με το πώς θα κρατήσω το μεγάλο «ένοχο» μυστικό… Όλα ήταν σχεδιασμένα στην εντέλεια… Εκτός από μια λεπτομέρεια…
Τις προηγούμενες μέρες φύσαγε ένας γρέγος (ΒΑ άνεμος), στον οποίο το μικρό λιμανάκι του Αρμενιστή ήταν ευάλωτο. Είχε βέβαια καταλαγιάσει την προηγούμενη νύχτα και γενικά υπήρχε καλοκαιρία. Όμως είχε μείνει μια φουσκοθαλασσιά που έμελλε να είναι καταστροφική για το ταξίδι των «λαθρεπιβατών» μας.

Τελευταία στιγμή, με το «Δέσποινα» να έχει ανεφάνει από τον κάβο του Ευδήλου, τα σχέδια επιβίβασης άλλαξαν πριν το καταλάβουμε. Η εκτίμηση ότι το πλοίο δεν θα μπορούσε να κρατήσει καλό σταβέντο για τις βάρκες, έφερε την απόφαση να πάνε όλες οι αποσκευές στην μπίγα και οι επιβάτες να μπουν από το πορτέλο, ούτε καν από τη σκάλα του πλοίου. Η υπόθεση μύριζε μπαρούτι. Όπως ήταν φυσικό έπεσε πανικός. Πανικός μην αποκαλυφθεί η παρανομία και πανικός για την τύχη των «παράνομων». Έτρεξαν οι δικοί μου να πάρουν το καλάθι από το σωρό, αλλά μάταια. Είχε ήδη φορτωθεί στη βάρκα. Ακολούθησε η εφιαλτική διαδικασία επιβίβασης που ήδη περιέγραψα.

Δεν θα ξεχάσω ποτέ το πανικοβλημένο βλέμμα της μητέρας μου. Από τη μια να φροντίζει την αδελφή μου και εμένα ώστε να μπούμε στο πλοίο, να πρέπει και η ίδια να επιβιβαστεί, με δυσκολία καθώς ήταν υπέρβαρη. Και από την άλλη, να έχει συνέχεια κολλημένο το βλέμμα της στη βάρκα με τις βαριές αποσκευές που θα πήγαινε στην μπίγα… Ήταν τέτοια η υπερέντασή της, ώστε είχε από την αρχή εντοπίσει το καλάθι με τους λαθρεπιβάτες μέσα στον τεράστιο σωρό αντικειμένων. Το παρακολουθούσαμε μαζί μέχρι που η βάρκα έφτασε στην μπίγα, το είδαμε να το πετούν μέσα στο δίχτυ, την μπίγα να βιράρει λίγο πάνω και τη βάρκα να φεύγει από κάτω…

Εκεί έγινε το μοιραίο… Το βίντζι της μπίγας βιράριζε πολύ αργά, τόσο ώστε, να προφθάσει η κορυφή του επόμενου κύματος και να περιλούσει κυριολεκτικά όλο το δίχτυ με τα πράγματα. Δεν έμεινε τίποτα άβρεχο. Για μερικά δευτερόλεπτα όλα βρίσκονταν βυθισμένα μέσα στον αφρό του νερού που έσκασε πάνω τους.
Καταστροφή!... Έχω μείνει όλα αυτά τα χρόνια με την εντύπωση ότι το μόνο που συγκράτησε τη μητέρα μου από το να πηδήσει στη θάλασσα και να κολυμπήσει προς το βυθισμένο δίχτυ, ήταν το ότι η δική μας βάρκα βρίσκονταν ήδη δίπλα στο πορτέλο και υπήρχαν μπροστά μας αδήριτες προτεραιότητες. Να μπούμε κι εμείς στο πλοίο με ασφάλεια. Όταν πια θα είμασταν μέσα, θα βλέπαμε και τι μπορούσαμε να κάνουμε με τις πέρδικες…
Μπήκαμε… εγκατασταθήκαμε σε μια γωνιά, ο πατέρας μου έτρεξε και βρήκε μέσα στο σωρό των αποσκευών και έφερε το καλάθι, μουσκεμένο αλλά ευτυχώς ανέπαφο. Το ανοίξαμε με αγωνία. Οι πέρδικες ήταν μουσκεμένες αλλά ζωντανές και χωρίς τραύματα. Κάποιος σήμερα θα αναφερόταν στο «τραυματικό στρες», αλλά τότε ποιος ασχολούταν με αυτά. Η έγνοια της μητέρας μου ήταν «μην "αρπάξουν καμιά πούντα και χαθούν". Πέρασε λοιπόν όλο το βράδυ κρατώντας τις εναλλάξ στην αγκαλιά της, προσπαθώντας να τις στεγνώσει με κάποιες πετσετούλες που είχε μαζί της. Και μάλιστα, παίρνοντας συνεχώς προφυλάξεις μην αποκαλυφθεί το ένοχο μυστικό μας και καταλήξουμε να έχουμε πάρε δώσε με το νόμο… Δεκατρείς ώρες αγωνία και ξενύχτι, στρυμωγμένοι σε μια γωνιά της τρίτης θέσης, μέσα στην ξινίλα και τους εμετούς…


Οι πέρδικες σώθηκαν τελικά από τον πνιγμό (και τον νόμο) και έφτασαν σπίτι μας, ένα προπολεμικό απλό σπιτάκι με εσωτερική αυλή, κοντά στην Πλατεία Αγάμων (μετέπειτα Αμερικής). Γύρω γύρω, μικρά σπιτάκια και αλάνες, στις οποίες είχαν αρχίσει να ξεφυτρώνουν οι πρώτες πολυκατοικίες. Στην αυλή φτιάχτηκε ειδικός μεγάλος χώρος για τους φιλοξενούμενούς μας. Ο πατέρας μου έφερε ξερά κλαδιά και κουκουνάρια από τον Διόνυσο, όπου πήγαινε με το λεωφορείο. Η μητέρα μου έφερνε αγριόχορτα και πέτρες από το νταμάρι στα Τουρκοβούνια. Μια φίλη της έφερε κροκάλες από τη θάλασσα της Λούτσας (σημερινός δήμος Αρτέμιδας)… Τελικά διαμορφώθηκε ένας χώρος όσο το δυνατόν ιδανικός σαν περιβάλλον γι’ αυτά τα αγριοπούλια. Στόχος βέβαια ήταν να διευκολυνθεί το ζευγάρωμα και η αναπαραγωγή… Μέσα στο χειμώνα, λίγους μήνες από την αιχμαλωσία και το περιπετειώδες ταξίδι τους, είχαν προσαρμοστεί στο νέο περιβάλλον και τη φροντίδα της μητέρας μου. Τον Φλεβάρη πια αριθμούσαν ήδη δεκατέσσερα ενήλικα άτομα που συνέχισαν να γεννοβολούν… Και τότε, μπαίνοντας η άνοιξη, Μάρτης και Απρίλης, ήρθε η δεύτερη καταστροφή…
Οι πέρδικες, κατευχαριστημένες και προσαρμοσμένες στις νέες συνθήκες, δεν ξέχασαν τις παλιές τους συνήθειες. Με το πρώτο χάραμα, (ποιο ρολόι τους χτυπούσε άραγε; ) άρχιζαν όλες μαζί να κράζουν… Χαλούσαν τον κόσμο… Δεν άφηναν τον κόσμο σε ησυχία… Βρε τις σκεπάζαμε στο κλουβί τους με μαύρα πανιά, βρε τις κλείναμε σε κουτιά τη νύχτα, αυτές τίποτα... Πριν αλέκτωρ λαλήσαι, αυτές άρχιζαν σαν χορωδία...
Αρχίσανε τα παράπονα και οι καταγγελίες. Όχι τόσο από τους γείτονες στα μικρά σπιτάκια, αφού όλοι λίγο πολύ είχαν τις κοτούλες τους ή τα κουνέλια τους. Αλλά από τις πολυκατοικίες και ειδικά τους κατοίκους των ρετιρέ… Από τότε ήταν που αντιπάθησα τους …ρετιρεράκηδες και την φύλαξα αυτήν την αντιπάθεια για πολλά χρόνια μετά… Με τις καταγγελίες, άρχισαν και οι πρώτες επισκέψεις της αστυνομίας. Ήταν βλέπετε παράνομη η εκτροφή… Διέξοδος δεν υπήρχε…
Μεγάλη θλίψη έπεσε, αλλά δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα… Περιμέναμε μόνο να περάσει η νηστεία της Σαρακοστής, να έρθει το Πάσχα και μετά, γύρω στην Κυριακή του Θωμά, αρχίσαμε τα …πιλαφάκια…
Θυμάμαι, το Πάσχα εκείνο που η μητέρα μου είχε βάψει κόκκινα αυγά πέρδικας…΄Δεν τα φάγαμε, αλλά έμειναν (σκέτα τσόφλια πια αλλά άθικτα εξωτερικά) να στολίζουν για δεκαετίες την φοντανιέρα της μητέρας μου πάνω στον μπουφέ της τραπεζαρίας με τον καθρέφτη…
Ένα τελευταίο αυγό θυμάμαι στο ίδιο μέρος ακόμα και σαράντα χρόνια μετά, ακόμα και δέκα χρόνια μετά το θάνατό της…

Δες τώρα, μια φωτογραφία, τι ξεθάβει από το μυαλό σου!...


Κων.Χ.Χαραλαμπίδης "Τα ημερολόγιά μου"
https://mypoliticalandhistoricaldiaries.blogspot.com/2020/12/blog-post_8.html



*Η φωτογραφία είναι του κ. Παντελή Μαθιούδη και έφτασε σε μένα έμμεσα, μέσω fb

No comments:

Post a Comment